ΟΡΟΛΟΓΙΑ ΠΕΤΡΩΜΑΤΩΝ



02.10.2015

ΟΡΟΛΟΓΙΑ ΔΙΑΚΟΣΜΗΤΙΚΩΝ ΠΕΤΡΩΜΑΤΩΝ

ΟΡΟΛΟΓΙΑ ΔΙΑΚΟΣΜΗΤΙΚΩΝ ΠΕΤΡΩΜΑΤΩΝ • Αμφιβολίτης (amphibolite): Μεταμορφωμένο πέτρωμα που αποτελείται, κυρίως, από κεροστίλβη και πλαγιόκλαστα. • Αλάβαστρο (alabaster): Είναι μια σταθερή Λεπτοκρυσταλλική, ποικιλία γύψου, χρώματος συνήθως χιονόλευκου, που παρουσιάζει σχετική διαφάνεια. Ορισμένες φορές το πέτρωμα αυτό, που χρησιμοποιείται για διακοσμητικούς σκοπούς, εντοπίζεται και με ποικίλους ανοιχτόχρωμους τόνους. • Ανδεσίτης (andesite): Εκρηξιγενές ηφαιστειακό πέτρωμα που αποτελείται κυρίως από πλαγιόκλαστα (μιρκοκρύσταλλοι ανδεσίνη, ολιγόκλαστου, αλβίτη) και ένα ή περισσότερα σκουρόχρωμα ορυκτά: αμφίβολο, πυρόξενο και βιοτίτη. Στη μάζα του πετρώματος υπάρχουν διάσπαρτοι μεγάλοι κρύσταλλοι (φαινοκρύσταλλοι) πλαγιόκλαστων, αυγίτη, κεροστίλβης, ρομβικών πυρόξενων και βιοτίτη. Συνήθως οι ανδεσίτες έχουν χρώμα καστανό ή καστανόφαιο, είναι τραχείς στην αφή και έχουν όψη κυψελώδη. Το όνομα τους δόθηκε μετά οπό εκτεταμένη μελέτη λαβών στις Άνδεις, οι οποίες συνιστάτε από αλβίτη και κεροστίλβη. Ορισμένα ανδεσιτικά πετρώματα ονομάζονται πορφυρίτες. • Ανορθοσίτης (anorthosite): Εκρηξιγενές πλουτώνιο πέτρωμα που αποτελείται, κυρίως, από πλαγιόκλαστα και ελάχιστα σκουρόχρωμα ορυκτά. • Ασβεστόλιθος (limestone): Ιζηματογενές πέτρωμα με κύριο ορυκτολογικό συστατικό τον ασβεστίτη και διάφορες, κατά περίπτωση, προσμίξεις ενώσεων οξειδίων και υδροξειδίων του αργιλίου, του σιδήρου κ.α., η παρουσία των όποιων επηρεάζει και το χρωματισμό του. Ο ασβεστόλιθος με την επίδραση αραιού υδροχλωρικού οξέος αναβράζει χαρακτηριστικά, λογά έλκυσης διοξειδίου του άνθρακα (CaCO2+2HCI> CaCI2+H2O+CO2) και το γεγονός αυτό διευκολύνει στην ευχερή αναγνώριση του στην ύπαιθρο. Όταν ο ασβεστόλιθος περιέχει οφείδιο μαγνησίου MgO: 5-15% ονομάζεται μαγνησιούχος ασβεστόλιθος, ενώ όταν η περιεκτικότητα του σε MgO είναι πάνω από 15% ονομάζεται δολομιτικός ασβεστόλιθος. Οι ασβεστόλιθοι έχουν προσέλθει είτε από βιογενή, είτε από χημικά ιζήματα, είτε από ιζήματα συνδυασμού βιογενούς και χημικής δράσης. Οι βιογενείς ασβεστόλιθοι σχηματιστήκαν από όστρακα, κελύφη ή κάθε είδους ασβεστιτικά σκελετικά στοιχειά που υπήρχαν μέσα σε θάλασσες και τα οποία παρασυρθήκαν από ρεύματα και συσσωρευτήκαν εκλεκτικά, κατά περιοχές, σε παχύτατα στρώματα. Τα στρώματα αυτά με την πάροδο των γεωλογικών αιώνων σχημάτισαν με τη δια γένεση τα βιογενούς προέλευσης ασβεστολιθικά πετρώματα. Στους οργανογενείς ασβεστόλιθους τα απολιθώματα από τα οποία αυτοί δημιουργήθηκαν, είναι συνήθως κατεστραμμένα και δυσδιάγνωστα, λόγω της διαγένεσης και των ορογενετικών δράσεων και μονό σε σπάνιες περιπτώσεις έχουν διατηρηθεί δε καλή κατάσταση. Οι ασβεστόλιθοι βιογενούς προέλευσης, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά τους απολιθώματα, έχουν και αντίστοιχες ονομασίες, όπως νουμμουλιτοφόροι, ρουδιστοφόροι, αμμωνιτοφόροι, ασβεστόλιθοι κα όταν τα απολιθώματα είναι νουμμουλίτες, ρουδιστές και αμμωνίτες, αντίστοιχα. Οι ασβεστόλιθοι χημικής προέλευσης έχουν προσέλθει από την καθίζηση, κάτω από ειδικές συνθήκες, ανθρακικού ασβεστίου, το όποιο είναι αδιάλυτο στο νερό. Πιο συγκεκριμένα, όταν το ιερό περιείχε διαλυμένο όξινο ανθρακικό ασβέστιο, το τελευταίο, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, απελευθέρωνε διοξείδιο του άνθρακα και μετέπιπτε σε ουδέτερο ανθρακικό ασβέστιο, το όποιο καθίζανε, με αποτέλεσμα να δημιουργείται χημικής προέλευσης ασβεστολιθικό ίζημα. Το ίζημα αυτό, με την πάροδο των γεωλογικών αιώνων και με την επίδραση των παραγόντων της διαγένεσης, μετατράπηκε σε σύμπαγες πέτρωμα. Μια από τις αιτίες μετατροπής του όξινου ανθρακικού ασβεστίου σε ουδέτερο ανθρακικό ασβέστιο, ήταν η παρουσία στο νερό ανθρακικού αμμωνίου(ΝΗ4)2CO3, το όποιο προερχόταν από τη σήψη μικροοργανισμών ( το φαινόμενο αυτό παρατηρείτε κυρίως σε λίμνες). • Στους ασβεστόλιθους αυτής της κατηγορίας κατατάσσεται και ο όνυχας, όπως λέγεται εμπορικά το ανυχομάρμαρο (onyx marble), το ασβεστολιθικό, δηλαδή, σύμπαγες πέτρωμα που παρουσιάζει ταινιώδη όψη, λόγο των έγχρωμων και διαφανών στρώσεων ασβεστίτη και/ή αραγωνίτη. • Ένας άλλος τύπος ασβεστόλιθου χημικής προέλευσης είναι και ο ωολιθικός ασβεστόλιθος, ο όποιος έχει σχηματιστεί σε περιοχές θερμών πηγών, όπου υπήρχαν αναβράζοντα νερά με μεγάλη περιεκτικότητα σε διαλυμένο όξινο ανθρακικό ασβέστιο. Εκεί, οι κόκκοι της άμμου που βρίσκονταν στην έξοδο των νερών των πηγών, καθώς αναπηδούσαν στο αναβράζον νερό περιασβεστώνοντας συνεχώς και σφαιροποιούνταν, μέχρι ότου το βάρος τους μεγάλων τόσο, που τους ανάγκαζε να καθιζήσουν. Στη συνέχεια, με την επίδραση των παραγόντων της διαγένεσης, οι ωόλιθοι αυτοί συγκολλήθηκαν μεταξύ τους σχηματίζοντας ασβεστολιθικούς σχηματισμούς. Όταν το μέγεθος των κόκκων αυτών των σχηματισμών είναι πιο μεγάλο (μέγεθος πίσου) οι αντίστοιχοι ασβεστόλιθοι ονομάζονται πισολιθικοί. Τα ασβεστολιθικά πετρώματα διαφοροποιούνται μεταξύ τους, όχι μονό από τα απολιθώματα που τα χαρακτηρίζουν, αλλά και από την μορφή τους, που ποικίλλει ανάλογα με την περίοδο και το χώρο που έλαβε χωρά η ιζηματογένεση (ασβεστόλιθοι συμπαγείς, πορώδεις κ.α.). Το χρώμα των ασβεστόλιθων, ανάλογα με τις προσμίξεις που περιέχουν, ποικίλει από λευκό και ανοιχτόχρωμο μπεζ μέχρι ερυθρωπό και κόκκινο (οφείλεται σε οξείδια του σιδήρου-αιματίτη) και από γκριζόλευκο μέχρι και μαύρο (σπανιότερα). • Βασάλτης (basalt): Εκρηξιγενές ηφαιστειακό πέτρωμα που αποτελείται από πλαγιόκλαστα, πυρόξενους και άλλα ορυκτά. Η θεμελιώδης μάζα του πετρώματος αποτελείται από μικροκρυσταλλους βασικών πλαγιόκλαστων, αυγίτη, ολιβίτη, μαγνητίτη και ιλμενίτη, ενώ επουσιώδη ορυκτολογικά συστατικά των βασαλτικών λαβών είναι ο βιοτίτης, ο απατίτης και η κεροστίλβη. Χαρακτηριστικό γνώρισμα του βασάλτη είναι οι κόκκοι ολιβίνη που παρουσιάζονται υπό μορφή ελαιόχρωμων κηλίδων ποικίλου μεγέθους σε σκούρο υπόβαθρο. Μερικές φόρες η περιεκτικότητα του βασάλτη σε μαγνητίτη είναι τέτοια, ώστε να παρουσιάζεται το πέτρωμα με μαγνητικές ιδιότητες. • Γάββρος (gabbro): Εκρηξιγενές πλουτώνιο πέτρωμα που αποτελείται από πλαγιόκλαστα, κλινοπυρόξενους και άλλα ορυκτά, όπως ορθοπυρόξενο και ολιβίνη. Η επί τοις εκατό ορυκτολογική σύσταση ενός τυπικού γάββρου είναι : 55% πλαγιόκλαστα και 45% αυγίτης, ολιβίνης και μαγνητίτης. Ανάλογα με την ακριβή ορυκτολογική σύσταση του πετρώματος διακρίνονται διάφορα είδη γάββρων, όπως : τυπικός γάββρος (πλαγιόκλαστο+διαλλαγής), ολιβινικός γάββρος (πλαγιόκλαστο+διαλλαγής+ολιβίνης),νορίτης(πλαγιόκλαστο+ορθαυγίτης) κ.α. Γενικά οι γάββροι παρουσιάζουν κοκκώδη υφή, όπως και οι γρανίτες. Στην περίπτωση που το πέτρωμα είναι λεπτοκοκκώδες με μέγεθος κόκκων από 0,5 έως 1χλστ. ονομάζεται δολερίτης. Το χρώμα των γάββρων είναι πρασινωπό, με λευκές κηλίδες, λόγω εκλεκτικής αποσάθρωσης κατά τόπους των πλαγιοκλάστων, αλλά και σκούρο γκρι έως μαύρο. Οι πολύ γνωστοί στην διεθνή αγορά μαύροι «γρανίτες» Zimbabue Black από τη Zimbabue και Absolute Black από την Ινδία είναι πετρώματα της ομάδας των γάββρων (δολερίτες), ενώ ο μαύρος «γρανίτης» Impala Black από τη Νότια Αφρική είναι νορίτης, πέτρωμα που κατατάσσεται επίσης στην ομάδα των γάββρων. • Γνεύσιος (gneiss): Σχιστώδες μεταμορφωμένο πέτρωμα που έχει προέλθει από τη μεταμόρφωση είτε εκρηξιγενών πετρωμάτων (ορθογνεύσιος), είτε ιζηματογενών (παραγνεύσιος). Αποτελείται από χαλαζία, αστρίους και μαρμαρυγίες, κεροστίλβη κ.α. που εμφανίζονται σε ζώνες πλούσιες σε κοκκώδη ορυκτά (χαλαζίας, άστριοι), οι οποίες εναλλάσσονται με ζώνες από φυλλώδη ορυκτά, όπως οι μαρμαρυγίες. Χαρακτηριστικό γνώρισμα των γνεύσιων, που τους διαφοροποιεί από τους σχιστόλιθους, είναι η άφθονη παρουσία αστρίων που είναι εμφανείς σε μικροσκοπική εξέταση. Η διάκριση των ορθογνεύσιων από τους παραγνεύσιους, εκτός από τη μικροσκοπική μέθοδο, μπορεί να γίνει και με χημική ανάλυση. Στους ορθογνεύσιους, η χημική ανάλυση δίνει σταθερή περιεκτικότητα πετρογενετικών οξειδίων, ανάλογη με τη μέση περιεκτικότητα των αντίστοιχών εκρηξιγενών πετρωμάτων. Αντίθετα, η χημική ανάλυση των παραγνεύσιων δε δίνει σταθερή περιεκτικότητα πετρογενετικών οξειδίων. Γενικά, οι γνεύσιοι είναι πετρώματα έντονα μεταμορφωμένα, έχουν εμφανή σχιστότητα και ανάλογα με το επικρατέστερο ορυκτολογικό τους συστατικό διακρίνονται σε διάφορους τύπους, όπως βιοτιτικοί, αμφιβολιτικοί, πυροξενικοί γνεύσιοι κλπ. Οι ορθογνεύδιοι, ανάλογα με την ορυκτολογική τους σύσταση διακρίνονται, επίσης , σε γρανιτικούς, συηνιτικούς, διοριτικούς γνεύσιους κ.α. • Γρανίτης (granite): Με την επιστημονική έννοια του όρου, ο γνήσιος γρανίτης, είναι συμπαγές εκρηξιγενές πλουτώνιο πέτρωμα, στη δομή του οποίου συμμετέχουν τα ορυκτά χαλαζίας, αλκαλιούχοι άστριοι (ορθόκλαστο) και μαρμαρυγίας (κυρίως βιοτίτης) ή κεροστίλβη ή αυγίτης. Στην ορυκτολογική σύσταση των γρανιτών μπορεί να υπάρχουν, κατά περίπτωση, σε μικρή αναλογία και τα ορυκτά μαγνησίτης, αιματίτης, απατίτης, ζιρκόνιο και τουρμαλίνης. Στους γνήσιους γρανίτες, οι κρύσταλλοι των διαφόρων ορυκτών είναι, κατά κανόνα, ισομεγέθεις, ως «κόκκοι» ίσου μεγέθους, γι’ αυτό και η ονομασία τους, λόγω του χαρακτηριστικού τους ιστού, έχει προέρθει από τη λατινική λέξη granum (=κόκκος) Σε ένα τυπικό γρανιτικό πέτρωμα, η μέση επί τοις εκατό ορυκτολογική του σύσταση είναι: αλκαλιούχοι άστριοι (ορθοκλαστό) 45%, χαλαζίας 30%, πλαγιόκλαστα (αλβίτης) 15%, και βιοτίτης 10%, ενώ στη χημική του σύσταση το SiO2 κυμαίνεται μεταξύ 61-82%. Το χρώμα των γνήσιων γρανιτών ποικίλει, ανάλογα με το χρώμα των επιμέρους ορυκτών τους. Το χρώμα του χαλάζια στα γρανιτικά πετρώματα ποικίλει και είναι συνήθως υπόλευκο, υποκύανο, ερυθρωπό και ορισμένες φόρες κιτρινωπό. Οι αλκαλιουχοι αστριού παρουσιάζονται σαρκόχρωμοι, κιτρινοχρωμοι, υπόλευκοι ή ερυθρωποί, ενώ τα πλαγιόκλαστα, στις περισσότερες περιπτώσεις υπόλευκα ή κιτρινόχρωμα. Οι κρύσταλλοι της κεροστίλβης έχουν μορφή μελανοπράσινων κόκκων ή μικροσκοπικών ράβδων. Οι γνήσιοι γρανίτες, ανάλογα με την ορυκτολογική τους σύσταση, διακρίνονται σε διάφορες ποικιλίες και τύπους, όπως βιοτιτικοί γρανίτες, κεροστιλβικοί γρανίτες, γρανοδιορίτες, δηλαδή γρανίτες με αυξημένη περιεκτικότητα σε πλαγιόκλαστα (π.χ. ανορθίτης) κ.α. Στην αγορά των διακοσμητικών πετρωμάτων, γρανίτης (εμπορική ονομασία) ονομάζεται κάθε φυσικό σύμπαγες πέτρωμα που αποτελείται από ορυκτά με σκληρότητα από 5 έως 7 της κλίμακας Mohs, όπως είναι ο χαλαζίας και οι αστρίοι, το όποιο επιδέχεται λείανση και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως υλικό δόμησης, ή/και διακόσμησης. Γρανίτες, επομένως, ονομάζονται στο εμπόριο όχι μονό οι γνήσιοι γρανίτες, αλλά και πολλά αλλά υλικά, όπως διάφορα εκρηξιγενή πετρώματα, πλουτώνια και ηφαιστειακά, τα μεταμορφωμένα πετρώματα με ορυκτολογική σύσταση παρόμοια με εκείνη των γρανιτών (π.χ. γνεύσιοι και χαλαζίτες), καθώς και ορισμένα ασβεστολιθικά υλικά με μεγάλη σκληρότητα. • Γρανοδιορίτης (granodiorite): Συμπαγές εκρηξιγενές πλουτώνιο πέτρωμα παρόμοιο με το γρανίτη, αλλά με μικρότερη περιεκτικότητα σε αλκαλιούχους άστριους και μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε πλαγιόκλαστα. • Δακίτης (dakite): Ηφαιστειακό πέτρωμα που περιέχει χαλαζία, πλαγιόκλαστα, αλκαλιούχους άστριους και άλλα σκουρόχρωμα ορυκτά, όπως βιοτίτη και κεροστίλβη. Το όνομα δακίτης προήλθε από τη μελέτη των πετρωμάτων της περιοχής Dacia της Ρουμανίας. Στους δακίτες υπάρχουν μεγάλοι κρύσταλλοι (φαινοκρύσταλλοι) πλαγιοκλάστων και χαλαζία, που περιβάλλονται από στιφρό πυριτικό υλικό. Οι προτριτογενείς δακίτες ονομάζονται χαλαζιακοί πορφυρίτες. • Διαβάσης (diabase): Εξαλλοιωμένο βασαλτικό πέτρωμα, όπως ο δολερίτης. • Διορίτης (diorite): Συμπαγές εκρηξιγενές πλουτώνιο πέτρωμα, στη δομή του οποίου συμμετέχουν πλαγιόκλαστα (ασβεστονατριούχοι άστριοι), κεροστίλβη και/ή βιοτίτης και αυγίτης. Χαλαζιακός διορίτης ονομάζεται το πέτρωμα, στην ορυκτολογική σύσταση του οποίου υπάρχει και χαλαζίας σε μικρή περιεκτικότητα, ενώ μονζονίτης ονομάζεται το πέτρωμα που, εκτός των πλαγιοκλάστων, περιέχει και καλιούχους άστριους. • Δολερίτης (dolerite): Εκρηξιγενές πέτρωμα, συνήθως με οφειτική υφή, που μοιάζει με βασάλτη και γάββρο. • Δολομίτης (dolomite): Ιζηματογενές πέτρωμα, στη σύσταση του οποίου κυριαρχεί το ορυκτό δολομίτης, το οποίο είναι διπλό ανθρακικό άλας ασβεστίου και μαγνησίου.[CaCO3*MgCO3] (η χημική σύσταση ενός καθαρού δολομίτη είναι : CaCO3 54,35% και MgCO3 45,65%. Οι δολομίτες μοιάζουν με τους ασβεστόλιθους, αλλά έχουν χαρακτηριστική κυψελώδη σύσταση, ενώ με την επίδραση αραιού υδροχλωρικού οξέος δεν αναβράζουν έντονα, όπως οι ασβεστόλιθοι. Οι δολομιτικοί ασβεστόλιθοι, για να μεταβλήθουν με την πάροδο του χρόνου σε δολομίτες (δολομιτίωση). Επομένως, οι σχηματισμοί των δολομιτών μπορεί να είναι είτε πρωτογενείς, είτε δευτερογενείς. Οι πρωτογενείς σχηματισμοί δημιουργήθηκαν είτε με την διαγένεση οστράκων ή σκελετικών στοιχείων πλούσιων σε ανθρακικό μαγνήσιο (σκελετοί κοραλλιών), είτε με χημική ιζηματογένεση, όταν έλαβε χωρά καθίζηση και συγκρυστάλλωση σε δολομίτη του όξινου ανθρακικού μαγνησίου Mg(HCO3)2 και του όξινου ανθρακικού ασβεστίου Ca(HCO3)2, που ήταν διαλυμένα στο θαλασσινό νερό. Από τις ενώσεις αυτές, με την αποβολή διοξειδίου του άνθρακα, που συμβαίνει όταν ανεβαίνει η θερμοκρασία του θαλασσινού νερού, καθιζάνει το διπλούν άλας CaCO3*MgCO3. Κατά το δευτερογενή σχηματισμό των δολομιτών έλαβε χώρα εμπλουτισμός των ασβεστολιθικών πετρωμάτων με ανθρακικό μαγνήσιο. Ο εμπλουτισμός αυτός έγινε εκλεκτικά σε ειδικές περιοχές, όπου κατέληγαν νερά πλούσια σε μαγνησιούχα διαλύματα. Τέτοια φαινόμενα συνέβησαν κυρίως σε θάλασσες κοραλλιογενών νησιών, στις οποίες επικρατούσε σχετική ηρεμία από ωκεάνια ρεύματα. • Ηφαιστίτης ή ηφαιστειακό πέτρωμα (volcanic rock): ονομάζεται κάθε εκρηξιγενές πέτρωμα , το οποίο σχηματίστηκε από μάγμα που εκχύθηκε στην επιφάνεια της γης (λάβα), όπου και στερεοποιήθηκε στη συνέχεια. Στα πετρώματα αυτά, λόγω των συνθηκών κρυστάλλωσης του μάγματος, υπάρχουν συνήθως διάσπαρτοι κρύσταλλοι οστρίων και χαλαζία μεγάλου μεγέθους, που ονομάζονται φαινοκρύσταλλοι, οι οποίοι περιβάλλονται από πυριτική υαλώδη μάζα ή μικροκρυσταλλικο υλικό (πρόκειται για το χαρακτηριστικό πορφυριτικό των ηφαιστείων). • Ηφαιστίτες είναι ο ρυόλιθος, ο τραχείτης, ο ανδεσίτης, ο δακίτης, ο βασάλτης κ.α. • Ιγνιμβρίτης (ignimbrite): Είναι ηφαιστειογενές πέτρωμα που έχει δημιουργηθεί από θερμά αέρια ηφαιστείου, τα οποί α παρέσυραν θραύσματα ελαφρόπετρας , υάλου και άλλων υλικών, που επικάθησαν στην συνέχεια στο έδαφος σε μορφή τόφων και καθώς ήταν θερμά συγκολλήθηκαν μεταξύ τους. Το χρώμα τους ήταν αρχικά λευκό, αλλά με το πέρασμα του χρόνου έγινε ροζ ή κόκκινο, λόγω εξαλλοίωσης του αιματίτη. Οι ιγνιμβρίτες ονομάζονται στο εμπόριο και πορφύρες, αλλά αυτό είναι λάθος γιατί δεν περιέχουν μεγάλους κρυστάλλους. • Κροκαλοπαγές (breccia): Ιζηματογενές πέτρωμα, το οποίο αποτελείται από γωνιώδεις λίθους, μεγέθους συνήθως 5 έως 25 εκατ. οι οποίοι έχουν συγκολληθεί μεταξύ τους με φυσική ορυκτή κόλλα (ασβεστολιθικό ή πυριτικό συγκολλητικό υλικό, προϊόν της διαγένεσης.) • Λατυποπαγές: Ιζηματογενές πέτρωμα που αποτελείται από στρογγυλεμένους λίθους, μεγέθους συνήθως 5 έως 25 εκατ. οι οποίοι έχουν συγκολληθεί μεταξύ τους με φυσική ορυκτή κόλλα (ασβεστολιθικό ή πυριτικό συγκολλητικό υλικό, προϊόν της διαγένεσης.) • Μάρμαρο (marble): Με την επιστημονική έννοια του όρου, μάρμαρο ονομάζεται το μεταμορφωμένο (κρυσταλλοσχιστώδες) πέτρωμα, το οποίο έχει προέλθει από ισχυρή μεταμόρφωση ασβεστόλιθων και δολομιτών. Το «γνήσιο μάρμαρο», κατά την εμπορική ορολογία , είναι , επομένως, πέτρωμα κρυσταλλίκο , το οποίο σε πολλές περιπτώσεις έχει δημιουργηθεί από την περαιτέρω μεταμόρφωση κρυσταλλικών ασβεστόλιθων, δηλαδή πετρωμάτων του πρώτου σταδίου μεταμόρφωσης των αρχικών ιζημάτων. Τα μάρμαρα είναι, σε πολλές περιπτώσεις, μονόμικτα πετρώματα, συνίστανται, δηλαδή, από ένα και μόνο κύριο ορυκτό, τον ασβεστίτη (η περιεκτικότητα ορισμένων μαρμάρων σε ασβεστίτη φτάνει το 99+ %) ενώ υπάρχουν και πολλά μάρμαρα, στην ορυκτολογική σύσταση των οποίων υπερτερεί το ορυκτό δολομίτης (δολομιτικά μάρμαρα). Στις περιπτώσεις που τα μάρμαρα προέρχονται από τη μεταμόρφωση ασβεστολίθων πλούσιων σε αργιλικά υλικά, τότε περιέχουν στη μάζα τους μαρμαρυγία (μοσχοβίτη) και καλούνται σιπολλίνες ή σιπολλινομάρμαρα (cipollino). Το χρώμα των μαρμάρων είναι, ως επί το πλείστον, λευκό-ημίλευκο έως γκρι σε διάφορους τόνους, με διακύμανση αποχρώσεων κατά ζώνες, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις το χρώμα μπορεί να είναι και μαύρο, πρασινωπό, ροζ, ερυθρωπό κλπ. Το μαύρο χρώμα των μαρμάρων οφείλεται συνήθως στην παρουσία οργανικών ουσιών, ή σιδηροξειδίων ή μαγγανιούχων οξειδίων. Η ποιότητα των μαρμάρων εξαρτάται, σε σημαντικό βαθμό, από τη σύσταση των πετρωμάτων από τα οποία προήλθαν, καθώς και από το βαθμό της μεταμόρφωσής τους. Γνήσια κρυσταλλικά ελληνικά μάρμαρα είναι τα λευκά μάρμαρα Πεντέλης και Διονύσου, τα λευκά- ημίλευκα μάρμαρα της ζώνης Δράμας- Καβάλας –Θάσου, τα μάρμαρα Τρανοβάλτου Κοζάνης, τα μάρμαρα Νάξου, τα ροζ μάρμαρα Λαύκου Πηλίου κα. Πολύ γνωστά γνήσια ξένα μάρμαρα είναι τα μάρμαρα της περιοχής Carrara της Ιταλίας, τα λευκά μάρμαρα της Lasa Ιταλίας, το ιταλικό μάρμαρο Giallo di Siena, το μάρμαρο Portuguese Pink, το λευκό μάρμαρο Afyon της Τουρκίας, το λευκό μάρμαρο Sivec του FYROM κα. Μάρμαρο, επίσης, με την εμπορική έννοια του όρου, ονομάζεται κάθε πέτρωμα μικρής έως μέσης σκληρότητας, που αποτελείται από ορυκτά σκληρότητας 3 έως 4 της κλίμακας Mohs ( όπως το ορυκτό ασβεστίτης), το οποίο επιδέχεται λείανση και στίλβωση και μπορεί να κοπεί σε πλάκες μικρού πάχους. Ως μάρμαρα, επομένως, στην αγορά των μαρμάρων χαρακτηρίζονται όχι μόνο τα γνήσια κρυσταλλικά μάρμαρα, αλλά και διάφορα άλλα διακοσμητικά πετρώματα, όπως οι ασβεστόλιθοι, οι τραβερτίνες, οι όνυχες (ονυχομάρμαρα), τα αλάβαστρα, διάφορα λατυποπαγή πετρώματα (breccias), καθώς και οι οφειτοασβεστίτες και σερπεντινίτες (πράσινα μάρμαρα) κ.α.. • Μιγματίτης (migmatite): Έντονα μεταμορφωμένο πυριτικό πέτρωμα που τοποθετείται, από άποψη σύστασης, ανάμεσα στο γρανίτη (εκρηξιγενές πέτρωμα) και στο γνεύσιο (μεταμορφωμένο πέτρωμα) για αυτό ονομάζεται και γρανιτογνεύσιος. Οι μιγματίτες, περισσότερο γνωστοί εμπορικά ως «γρανίτες με φλέβες», συνιστούν μια κατηγορία πετρωμάτων με ιδιαίτερη εμπορική αξία (τύποι Juparana, Jacaranda κ.α.). Είναι πετρώματα που σχηματίστηκαν κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες, οι οποίες προκάλεσαν μερική τήξη προϋπάρχοντος πετρώματος, μετακίνηση και διείσδυση του τηγμένου στα κενά που σχηματίστηκαν και, στη συνέχεια, κρυσταλλοποίηση επιτόπου του ρευστού υλικού. Πρόκειται για κοκκώδη ανομοιογενή πετρώματα, που αποτελούνται από τμήματα ανοιχτόχρωμα (κυρίως άστριοι και χαλαζίας) και σκουρόχρωμα (σιδηρομαγνησιούχα ορυκτά). • Νορίτης (norite): Πέτρωμα της ομάδας των γάββρων που αποτελείται από πλαγιόκλαστα και ορθοπυρόξενους (διαλαγή και αυγίτη). Οι νορίτες, γνωστοί και ως «μαύροι γρανίτες» είναι διακοσμητικά πετρώματα μεγάλης εμπορικής αξίας. Νορίτες, με βαθύ μαύρο χρώμα από τη Νότιο Αφρική είναι γνωστοί στην αγορά με τις ονομασίες Nero Assoluto, Impala κα. Το μαύρο χρώμα των νοριτών οφείλεται στην παρουσία λεπτών βελονών μαγνητίτη μέσα στους άστριους. Μερικοί νορίτες μπορεί να περιέχουν πυρίτη ή εξαλλοιωμένο φθορίτη. • Οφειτοασβεστίτης (ophiacalcite): Μεταμορφωμένο πέτρωμα (μάρμαρο), στη σύσταση του οποίου συμμετέχουν δυο κύρια ορυκτά: ο σερπενίτης (οφείτης) και ο ασβεστίτης. Οι οφειτοασβεστίτες είναι πετρώματα που δημιουργήθηκαν κάτω από ιδιόμορφες συνθήκες. Χαρακτηριστικός οφειτοασβεστίτης είναι το πράσινο μάρμαρο της Τήνου. • Πορφύρης ή πορφυρίτης (porphyry): Ηφαιστειακό εκρηξιγενές πέτρωμα (ηφαιστίτες), στη μάζα του οποίου υπάρχουν διάσπαρτοι μεγάλοι κρύσταλλοι ορυκτών (φαινοκρύσταλλοι) που περιβάλλονται από λεπτόκοκκο υλικό. • Περιδοτίτης (peridotite): Εκρηξιγενές πλουτώνιο πέτρωμα, στη δομή του οποίου δεν υπάρχουν τα ορυκτά χαλαζίας, άστριοι και αστριοειδή, παρά μόνο φεμικά συστατικά, κυρίως ολιβίνης με κεροστίλβη ή πυρόξενους και βιοτίτη. Περιδοτίτες ονομάζονται όλα τα ολιβινικά πετρώματα, λόγω του ότι ο ολιβίνης ονομάζεται και περίδοτο. Οι περιδοτίτες έχουν χαμηλή περιεκτικότητα σε τριοξείδιο του αργιλίου και αλκάλια, είναι σαπωνοειδείς στην αφή και έχουν μικρή αντοχή σε θλίψη. Από την εξαλλοίωση περιδοτιτών έχουν προέλθει οι σερπεντινίτες. • Πικρίτης (picrite):Τύπος βασάλτη πλούσιος σε ολιβίνη. • Πλουτωνίτης ή πλουτώνιο πέτρωμα (plutonicrock): Πέτρωμα που σχηματίστηκε από μάγμα όταν αυτό κατά την άνοδό του εγκλωβίστηκε και κρυσταλλώθηκε σε κοιλώματα των υπερκείμενων στρωμάτων (είτε φυσικά, είτε κοιλώματα που δημιούργησε το ίδιο το μάγμα με την αναθόλωση των υπερκείμενων στρωμάτων), ή διείσδυσε μεταξύ των διαστρώσεων των υπερκείμενων στρωμάτων. Οι πλουτωνίτες σχηματίστηκαν με τη στερεοποίηση του μάγματος υπό συνθήκες υψηλής πίεσης (υπερκείμενα πετρώματα), βραδείας ψύξης και χωρίς διαφυγή των αερίων του μάγματος. Κύριο γνώρισμα των πλουτωνιτών είναι η τέλεια κρυστάλλωση της μάζας τους (σχηματίζονται κρύσταλλοι περίπου του αυτού μεγέθους), γι’ αυτό και χαρακτηρίζονται και ως ολοκρυσταλλικά πετρώματα. Πλουτωνίτης ή πλουτώνια πετρώματα είναι ο γρανίτης, ο συηνίτης, ο γάββρος, ο περιδοτίτης κ.α. Ρυόλιθος (rhyolite). Εκρηξιγενές ηφαιστειακό πέτρωμα, στην ορυκτολογική σύσταση του οποίου συμμετέχουν χαλαζίας, αλκαλιούχοι άστριοι, πλαγιόκλαστα, καθώς και άλλα ορυκτά σε μικρή περιεκτικότητα. Το μεγαλύτερο τμήμα της μάζας του πετρώματος αποτελείται από ύαλο ή μικροκρυσταλλική ύλη από μικρολίθους σανιδίνου και μέσα σ’ αυτή υπάρχουν φαινοκρύσταλλοι από τα ορυκτά χαλαζία, σανίδινο, βιοτίτη και αυγίτη. Συνήθως το πέτρωμα παρουσιάζει πόρους που έχουν πληρωθεί δευτερογενώς με διάφορα ορυκτά, όπως χαλαζία, οπάλιο, χαλκηδόνιο κ.α. Το όνομα ρυόλιθος προέρχεται από τη ροώδη υφή που παρουσιάζει η λάβα των εκχύσεων του μάγματος στην επιφάνεια της γης. • Σερπεντινίτης (serpentinite): Μεταμορφωμένο πέτρωμα το οποίο αποτελείται κυρίως από το ορυκτό σερπεντίνης και διάφορα άλλα πρωτεύοντα ορυκτά σε μικρή αναλογία. • Συηνίτης (syenite): Εκρηξιγενές πλουτώνιο πέτρωμα το οποίο, σε αντίθεση με το γρανίτη, δεν περιέχει χαλαζία. Στη δομή του συηνίτη υπάρχουν αλκαλιούχοι άστριοι (ορθόκλαστο) και κεροστίλβη, καθώς και πλαγιόκλαστα (ολιγόκλαστο) και μαρμαρυγίες σε μικρή αναλογία. Στην περίπτωση παρουσίας και αυγίτη το πέτρωμα έχει πρασινωπή απόχρωση. Το όνομα συηνίτης προέρχεται από την πόλη Συήνη της Αιγύπτου, κοντά στην οποία εξορύχτηκε τέτοιο πέτρωμα. Η ορυκτολογική σύσταση ενός τυπικού συηνίτη είναι ενδεικτικά η εξής: αλκαλιούχοι άστριοι (ορθόκλαστο) 60%, πλαγιόκλαστα (αλβίτης) 20%, κεροστίλβη 15% και διάφορα άλλα φεμικά συστατικά 5%. Χαλαζιακός συηνίτης χαρακτηρίζεται το πέτρωμα όταν έχει και χαμηλή περιεκτικότητα σε χαλαζία. Στην περίπτωση που το πέτρωμα έχει αυξημένη περιεκτικότητα σε πλαγιόκλαστα, καθώς επίσης και αυγίτη, κεροστίλβη, βιοτίτη και πιθανόν ολιβίνη, ονομάζεται μονζονίτης (από την περιοχή Μονζόνι του Τυρόλου, στην οποία απαντά). Ο πολύ γνωστός στη διεθνή αγορά μπλε «γρανίτης» Azul Bahia από τη Βραζιλία είναι συηνίτης, που περιέχει το ορυκτό σοδαλίτης, στο οποίο οφείλεται το μπλε χρώμα του υλικού. • Σχίστης (slate): Μεταμορφωμένο λεπτόκοκκο πέτρωμα, πολύ χαμηλού έως χαμηλού βαθμού μεταμόρφωσης, το οποίο λόγω της παράλληλης διάταξης των κρυστάλλων του, ιδιαίτερα των κρυστάλλων μαρμαρυγία, παρουσιάζει μια πολύ καλή σχιστότητα παράλληλα προς ένα συγκεκριμένο επίπεδο και σχίζεται σε πλάκες λεπτού πάχους και μεγάλης, σχετικά, επιφάνειας, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην οικοδομική π.χ. για κάλυψη στεγών. Στην ίδια ομάδα κατατάσσεται και το γνωστό ιταλικό πέτρωμα ardesia, που είναι ένας ανθρακούχος σχιστόλιθος. Τα τελευταία αυτά πετρώματα είναι διαφορετικά από τους σχετικά συμπαγείς ιζηματογενείς αργιλικούς σχιστόλιθους (shales) που προέρχονται από τη διαγένεση στρωμάτων αργίλων και πηλών. Ορισμένες φορές, όμως, έχουν προέλθει από τη μεταμόρφωση βασαλτών ή άλλων πετρωμάτων. Διακρίνονται σε διάφορους τύπους, όπως σχίστες που χρησιμοποιούνται για επικάλυψη στεγών, σχίστες –άβακες (οι παλιές σχολικές πλάκες) κα. Στους σχίστες, τα φυλλώδη ορυκτά έχουν διάταξη παράλληλη, στην οποία οφείλεται και η σαφής σχιστοφυής όψη του πετρώματος. Το χρώμα τους ποικίλει και μπορεί να είναι μαύρο, γκρίζο, πρασινόφαιο, ερυθρωπό κλπ. Από σχίστες, με την περαιτέρω μεταμόρφωσή τους, δημιουργήθηκαν οι φυλλίτες. • Σχιστόλιθος (schist): Με την επιστημονική έννοια του όρου, είναι μεταμορφωμένο (κρυσταλλοσχιστώδες) πέτρωμα, το οποίο περιέχει μοσχοβίτη, χλωρίτη, χαλαζία και άλλα τυπικά ορυκτά, που είναι διατεταγμένα σε σχεδόν παράλληλη διάταξη, λόγω του ότι το πέτρωμα έχει δημιουργηθεί υπό συνθήκες έντονης μεταμόρφωσης, με αποτέλεσμα αυτό να παρουσιάζει σχιστοφυή όψη και να έχει την ιδιότητα να σχίζεται σε πλάκες μετά από κρούση. Οι σχιστόλιθοι όπως και οι γνεύσιοι, είναι τα κατεξοχήν κρυσταλλοσχιστώδη πετρώματα που συμμετέχουν στη δομή μιας μεταμορφωσιγενούς περιοχής. Υπάρχουν πολλοί τύποι σχιστόλιθων, που διαφοροποιούντια μεταξύ τους, ανάλογα με το ορυκτό που επικρατεί στην ορυκτολογική τους σύσταση, όπως για παράδειγμα μαρμαρυγιακοί, χαλαζιακοί, αμφιβολιτικοί σχιστόλιθοι κλπ. Οι σχιστόλιθοι που είναι πλούσιοι σε ασβεστίτη ή δολομίτη και συνοδεύουν συνήθως κρυσταλλικούς ασβεστόλιθους ή μάρμαρα ονομάζονται ασβεστιτικοί σχιστόλιθοι (calc-schists). Οι μαρμαρυγιακοί σχιστόλιθοι προέρχονται κυρίως από μεταμόρφωση ψαμμιτών, πηλιτών, αργίλων, παλαιών τόφφων και εκρηξιγενών πετρωμάτων γρανιτοειδούς ή πορφυριτικού ιστού. Οι χλωριτικοί, οι κεροστιλβικοί και οι επιδοτιτικοί σχιστόλιθοι προέρχονται κυρίως από βασικά εκρηξιγενή πετρώματα, κυρίως περιδοτίτες, ενώ οι γραφιτικοί σχιστόλιθοι προέρχονται από τη μεταμόρφωση ανθρακούχων ιζημάτων. Στους σχιστολίθους οι δομικές μονάδες έχουν, γενικά, μέγεθος μικρότερο από εκείνο των γνευσίων. Ο χαλαζίας υπάρχει σε λεπτές στρωσιγενείς παρεμβολές, το πάχος των οποίων ποικίλλει, ενώ τα φυλλάρια των μαρμαρυγιών (μοσχοβίτης, βιοτίτης, παραγωνίτης ή σερικίτης) παρουσιάζουν στρωσιγενή διάταξη παράλληλα με τη διεύθυνση που σχίζεται το πέτρωμα. Οι χονδρόκοκκοι σχιστόλιθοι μοιάζουν με τους γνεύσιους , διαφοροποιούνται όμως απ΄ αυτούς, λόγο της απουσίας ή της περιορισμένης παρουσίας αστρίων. Ως σχιστόλιθος στην αγορά διακοσμητικών πετρωμάτων ονομάζεται και κάθε πέτρωμα που έχει την ιδιότητα να σχίζεται σχετικά εύκολα σε πλάκες (σχιστόπλακες). Σχιστόλιθοι, επομένως, με την εμπορική έννοια του όρου, ονομάζονται πετρώματα με καλή σχιστότητα, όπως οι σχίστες (slates), διάφοροι γνεύσιοι και φυλλίτες, ορισμένοι ασβεστόλιθοι και ασβεστιτικοί σχιστόλιθοι (calc-schists), χαλαζίτες, καθώς και λεπτόκοκκα πυροκλαστικά πετρώματα. • Τραβερτίνης (travertine): Συμπαγές ιζηματογενές πέτρωμα, η μάζα του οποίου παρουσιάζει χαρακτηριστική κυψελώδη δομή με κενά σε μορφή σωληνίσκων, ευμεγεθών πόρων κ.λπ. Οι τραβερτίνες σχηματίστηκαν σε περιοχές με γλυκά νερά, δηλαδή σε αβαθείς λίμνες ή παρόχθιες ζώνες ποταμών ή χειμάρρων, σε περιοχές με πηγές κ.α. Στις περιοχές αυτές, τα υδροχαρή φυτά, που βρίσκονταν μέσα στο νερό, καθώς και οι σωροί φυτικών λειψάνων (κλαδιά, φύλλα κ.λπ.) διαβρέχονταν συνέχεια από τα νερά με αποτέλεσμα, με την πάροδο του χρόνου, αυτά να περιασβεστώνονται, δηλαδή να αποτίθεται επάνω τους ανθρακικό ασβέστιο. Η απόθεση του ανθρακικού ασβεστίου στα φυτά οφείλετο στη γρήγορη μετατροπή του μεταφερόμενου από το νερό ευδιάλυτου όξινου ανθρακικού ασβεστίου [Ca(HCO3)2] σε αδιάλυτο ουδέτερο ανθρακικό ασβέστιο (CaCO3), είτε λόγω της παρουσίας μέσα στο νερό (NH4)2CO3, από τη σήψη των φυτικών οργανισμών. Στη συνέχεια, με την καταστροφή των περιασβεστωμένων φυτικών ιστών σχηματίζονταν αποθέσεις τραβερτίνη που μπορεί να καταλαμβάνουν πολύ μεγάλες εκτάσεις. Οι τραβερτίνες, συνήθως, είναι ανοιχτόχρωμοι (μπεζ έως κιτρινωπό χρώμα), μερικές φορές όμως είναι και σκουρότεροι έως ερυθρωποί, λόγω παρουσίας υδροξειδίων του σιδήρου. • Τραχείτης (trachyte): Εκρηξιγενές ηφαιστειακό πέτρωμα που αποτελείται κυρίως από αλκαλιούχους άστριους (μικροκρύσταλλοι σανιδίνου), μαρμαρυγία, κεροστίλβη ή αυγίτη και πιθανόν από μικρό ποσοστό πλαγιοκλάστων. Στη θεμελιώδη μάζα του πετρώματος υπάρχουν μεγάλου μεγέθους φαινοκρύσταλλοι αλκαλιούχων αστρίων (ορθόκλαστο και κυρίως σανίδινο), καθώς και φαινοκρύσταλλοι κεροστίλβης, βιοτίτη και ασβεστονατριούχων αστρίων σε μικρότερη έκταση. Όταν στη θεμελιώδη μάζα του τραχείτη υπάρχει νεφελίνης, το πέτρωμα ονομάζεται φωνόλιθος, κι αυτό γιατί κατά την κρούση πλάκας φωνόλιθου παράγεται χαρακτηριστικός ήχος. Το πέτρωμα μακροσκοπικά παρουσιάζεται τραχύ, χονδρόκοκκο και στιφρό, γι’ αυτό και έχει ονομαστεί τραχείτης. • Φυλλίτης (phyllite): Μεταμορφωμένο πέτρωμα που προέρχεται από μεταμόρφωση ιζηματογενών, κυρίως, πετρωμάτων. Κύρια ορυκτολογικά συστατικά των φυλλιτών είναι ο χαλαζίας και ο μαρμαρυγίας (σερικίτης). Οι φυλλίτες έχουν συνήθως χρώμα μαύρο, καστανό, φαιό ή πράσινο. Το μαύρο χρώμα τους οφείλεται στην παρουσία ανθρακούχων ουσιών. Χαλαζίτης (quartzite). Μεταμορφωμένο κρυσταλλοσχιστώδες πέτρωμα, το οποίο έχει προέλθει από τη μεταμόρφωση χαλαζιακών ψαμμιτών. Οι χαλαζίτες είναι συμπαγή και πολύ σκληρά πετρώματα και συνήθως δημιουργούν επιφάνεια θραύσης κογχώδη, χωρίς τη σχιστοφυή όψη των μεταμορφωμένων πετρωμάτων. Το χρώμα τους ποικίλει, συνήθως όμως είναι λευκό ή ερυθρωπό, λόγω της παρουσίας οξειδίων του σιδήρου. Στις περιπτώσεις που οι χαλαζίτες έχουν προέλθει από μεταμόρφωση αργιλικών ψαμμιτών, αυτοί περιέχουν και μαρμαρυγίες, η παρουσία των οποίων οφείλεται στη μεταμόρφωση των αργιλικών συστατικών του ψαμμίτη. Οι χαλαζίτες αυτοί, λόγω της παρουσίας των μαρμαρυγιών και της σχιστότητάς τους, ονομάζονται χαλαζιτικοί σχιστόλιθοι και παρουσιάζουν ομοιότητες με τους μαρμαρυγιακούς σχιστόλιθους. • Ψαμμίτης (sandstone): Συμπαγές ιζηματογενές πέτρωμα που προήλθε από τη διαγένεση στρωμάτων άμμου (πυριτική ή ασβεστολιθική), οι κόκκοι της οποίας έχουν συγκολληθεί μεταξύ τους με φυσική ορυκτή κόλλα. Στους ψαμμίτες η κοκκομετρία της άμμου μπορεί να ποικίλει από 1/16 έως 2 χιλιοστά ενώ η φυσική συγκολλητική ύλη μπορεί να είναι πυριτική (στις περισσότερες περιπτώσεις), ανθρακικό ασβέστιο ή άργιλος. Οι ψαμμίτες όταν στη μάζα τους επικρατούν (περισσότερο από 15%) κρύσταλλοι μικρού μεγέθους ή άμορφο υλικό, ονομάζονται γραουβάκες (grauwacke), ενώ οι ψαμμίτες που προέρχονται από αστριούχες άμμους ονομάζονται αρκόζες (arkose). Αρκόζες, επίσης, ονομάζονται τα κλαστικά ιζηματογενή πετρώματα με μεγάλη περιεκτικότητα σε κόκκους αστρίων και περιεκτικότητα σε χαλαζία μικρότερη του 75%. Οι σκληροί λεπτοστρωματώδεις ψαμμίτες που σχίζονται σε λεπτές πλάκες ονομάζονται flagstones.